- ἐνδιήκω
- ἐνδι-ήκω,A pervade, as the essence pervades the individuals of a class,
αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E. M.8.41
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E. M.8.41
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενδιήκω — ἐνδιήκω (Α) εκτείνομαι ανάμεσα … Dictionary of Greek
ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… … Dictionary of Greek